Αναβαθμίζω στα τσεχικά

Μετάφραση: αναβαθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kopec, vylepšit, zušlechťovat, zmodernizovat, modernizovat, opravit, obnovovat, aktualizovat, Upgrade, aktualizace, upgradu, inovace, modernizace
Αναβαθμίζω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβαθμίζω

αναβαθμίζω συνώνυμα, αναβαθμίζω συνώνυμο, αναβάθμιση συνώνυμα, αναβαθμίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, αναβαθμίζω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • αναβάτης στα τσεχικά - šidit, švindlovat, klamat, jezdec, ošidit, žokej, Jockey, ...
  • αναβίωση στα τσεχικά - oživení, obnovení, obrození, obnova, revival, probuzení
  • αναβιώνω στα τσεχικά - oživit, obrodit, oživovat, budit, křísit, obnovit, oživení, ...
  • αναβλύζω στα τσεχικά - slušně, zdroj, dobro, tryskat, tedy, dostatečně, šachta, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναβαθμίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kopec, vylepšit, zušlechťovat, zmodernizovat, modernizovat, opravit, obnovovat, aktualizovat, Upgrade, aktualizace, upgradu, inovace, modernizace