Αναβαθμίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: αναβαθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patobulinti, atnaujinti, atnaujinimas, atnaujinimo, atnaujinimą
Αναβαθμίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβαθμίζω

αναβαθμίζω συνώνυμα, αναβαθμίζω συνώνυμο, αναβάθμιση συνώνυμα, αναβαθμίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναβαθμίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αναβάτης στα λιθουανικά - keleivis, keleivinis, žokėjus, gudrumu, Jockey, menestrelis
  • αναβίωση στα λιθουανικά - atgimimas, atgimimo, atgaivinimas, atgimimą, atgaivinti
  • αναβιώνω στα λιθουανικά - atgaivinti, atnaujinti, atgaivins, atkurti, gaivinti
  • αναβλύζω στα λιθουανικά - šulinys, gerai, plūstelėti, prapliupti, trykšti, kliokti, pliūptelėti
Τυχαίες λέξεις
Αναβαθμίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: patobulinti, atnaujinti, atnaujinimas, atnaujinimo, atnaujinimą