Αναβαθμίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: αναβαθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yükseltmek, yükseltme, güncelleme, yükseltmesi, bir yükseltme
Αναβαθμίζω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβαθμίζω

αναβαθμίζω συνώνυμα, αναβαθμίζω συνώνυμο, αναβάθμιση συνώνυμα, αναβαθμίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναβαθμίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αναβάτης στα τούρκικα - binici, yolcu, süvari, jokey, jockey, bir jokey, jokeyi
  • αναβίωση στα τούρκικα - canlanma, canlanması, canlanmanın, bir canlanma, canlandırılması
  • αναβιώνω στα τούρκικα - canlandırmak, canlandırmaya, yeniden canlandırmak, canlandırma, ihya
  • αναβλύζω στα τούρκικα - pınar, çeşme, kaynak, güzel, iyi, coşma, taşkınlık, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναβαθμίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yükseltmek, yükseltme, güncelleme, yükseltmesi, bir yükseltme