Αναβαθμίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: αναβαθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppdatera, uppgradering, uppgraderingen, uppgraderings, uppgradera
Αναβαθμίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβαθμίζω

αναβαθμίζω συνώνυμα, αναβαθμίζω συνώνυμο, αναβάθμιση συνώνυμα, αναβαθμίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αναβαθμίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αναβάτης στα σουηδικά - ryttare, jockey, cyklist, jockeyen, jockeyn
  • αναβίωση στα σουηδικά - nypremiär, väckelse, väckelsen, återupplivandet
  • αναβιώνω στα σουηδικά - återuppliva, blåsa nytt liv, uppliva, att återuppliva, blåsa nytt liv i
  • αναβλύζω στα σουηδικά - bra, källa, väl, brunn, god, forsa, gush, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναβαθμίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: uppdatera, uppgradering, uppgraderingen, uppgraderings, uppgradera