Αποβλάκωση στα δανικά
Μετάφραση: αποβλάκωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbavselse, største forbavselse, forbløffelse, fordummelse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλάκωση
αποβλακωση συνώνυμο, αποβλάκωση λεξικό γλώσσας δανικά, αποβλάκωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποβάθρα στα δανικά - kaj, perron, mole, pier, molen, finger, kajen
- αποβάλλω στα δανικά - barak, bortvise, udvise, uddrive, udvisning, udsende
- αποβλέπω στα δανικά - sigte, hensigt, mål, målsætninger, formål, målene
- αποβλακώνω στα δανικά - bedøve, at bedøve
Τυχαίες λέξεις
Αποβλάκωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forbavselse, største forbavselse, forbløffelse, fordummelse
Μεταφράσεις: forbavselse, største forbavselse, forbløffelse, fordummelse