Αποβλάκωση στα ουγγρικά
Μετάφραση: αποβλάκωση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elkábulás, elképedés, megdöbbenéssel, megdöbbenéssel állapítja, elképedve
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλάκωση
αποβλακωση συνώνυμο, αποβλάκωση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αποβλάκωση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αποβάθρα στα ουγγρικά - tartóoszlop, hídpillér, cölöpépítmény, pillér, gyámoszlop, ívpillér, dokk, ...
- αποβάλλω στα ουγγρικά - barakk, kocsiszín, gépszín, fészer, pajta, kiutasítja, kiutasítani, ...
- αποβλέπω στα ουγγρικά - céljai, célok, céljait, célokat, céljainak
- αποβλακώνω στα ουγγρικά - elképeszt, Stupor, elbódít, elkábít, Stuport
Τυχαίες λέξεις
Αποβλάκωση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elkábulás, elképedés, megdöbbenéssel, megdöbbenéssel állapítja, elképedve
Μεταφράσεις: elkábulás, elképedés, megdöbbenéssel, megdöbbenéssel állapítja, elképedve