Αποβλάκωση στα ιταλικά
Μετάφραση: αποβλάκωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stupore, stupefazione, stordimento, stupefatto, lo stupore
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλάκωση
αποβλακωση συνώνυμο, αποβλάκωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποβλάκωση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αποβάθρα στα ιταλικά - diga, molo, pontile, pilastro, pier, molo di
- αποβάλλω στα ιταλικά - hangar, capannone, espellere, baracca, scacciare, tettoia, fallire, ...
- αποβλέπω στα ιταλικά - meta, scopo, mira, aspirare, proposito, mirare, fine, ...
- αποβλακώνω στα ιταλικά - intontire, sbalordire, stupefare, instupidire, Stupeficium, stupefy, istupidire
Τυχαίες λέξεις
Αποβλάκωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: stupore, stupefazione, stordimento, stupefatto, lo stupore
Μεταφράσεις: stupore, stupefazione, stordimento, stupefatto, lo stupore