Αποβλάκωση στα τσεχικά
Μετάφραση: αποβλάκωση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ustrnutí, ohromení, úžas, stavy omámenosti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλάκωση
αποβλακωση συνώνυμο, αποβλάκωση λεξικό γλώσσας τσεχικά, αποβλάκωση στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αποβάθρα στα τσεχικά - zkrátit, molo, přístaviště, dok, oklestit, loděnice, srazit, ...
- αποβάλλω στα τσεχικά - shodit, vykázat, ztrácet, hangár, vytlačovat, vypudit, potratit, ...
- αποβλέπω στα τσεχικά - cílit, zamířit, cíl, záměr, aspirovat, namířit, zaměřit, ...
- αποβλακώνω στα τσεχικά - zesměšnit, zmařit, blamovat, omámit, ohromit, omráčit, ohloupit, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποβλάκωση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: ustrnutí, ohromení, úžas, stavy omámenosti
Μεταφράσεις: ustrnutí, ohromení, úžas, stavy omámenosti