Αποβλάκωση στα ισλανδικά

Μετάφραση: αποβλάκωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stupefaction
Αποβλάκωση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποβλάκωση

αποβλακωση συνώνυμο, αποβλάκωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποβλάκωση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποβάθρα στα ισλανδικά - bryggja, bryggjan, PIER, bryggju, bryggjunni
  • αποβάλλω στα ισλανδικά - reka, losna, losna við, að losna, að losna við
  • αποβλέπω στα ισλανδικά - stefna, beina, markmið, markmiðum, Markmiðið, markmiðin, Markmiðið með
  • αποβλακώνω στα ισλανδικά - stupefy
Τυχαίες λέξεις
Αποβλάκωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stupefaction