Ατροφία στα δανικά
Μετάφραση: ατροφία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
atrofi, atrofi af, svind
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατροφία
ατροφία εγκεφάλου βικιπαιδεια, ατροφία κολπικού επιθηλίου, ατροφία παρεγκεφαλίδας, ατροφία στομάχου, ατροφία κόλπου, ατροφία λεξικό γλώσσας δανικά, ατροφία στα δανικά
Μεταφράσεις
- ατονώ στα δανικά - svaghed, svage, svagheder, svækkelse
- ατραξιόν στα δανικά - fare, tiltrækning, attraktion, Type, seværdighed, seværdigheden
- ατσάλι στα δανικά - stål, jern-, jern- og, af stål
- ατσαλένιος στα δανικά - stål, en stål, en jern- og, en jern-
Τυχαίες λέξεις
Ατροφία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: atrofi, atrofi af, svind
Μεταφράσεις: atrofi, atrofi af, svind