Ατροφία στα τούρκικα

Μετάφραση: ατροφία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atrofi, atrofisi, atrofisinin, atrofinin
Ατροφία στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατροφία

ατροφία εγκεφάλου βικιπαιδεια, ατροφία κολπικού επιθηλίου, ατροφία παρεγκεφαλίδας, ατροφία στομάχου, ατροφία κόλπου, ατροφία λεξικό γλώσσας τούρκικα, ατροφία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ατονώ στα τούρκικα - zayıflık, zayıflığı, halsizlik, güçsüzlük, güçsüzlüğü
  • ατραξιόν στα τούρκικα - cazibe, Atraksiyon, gözde mekan, gözde mekan hakkında, gözde
  • ατσάλι στα τούρκικα - çelik, kılıç, çelikten, çeliği
  • ατσαλένιος στα τούρκικα - kılıç, çelik, çelik bir
Τυχαίες λέξεις
Ατροφία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: atrofi, atrofisi, atrofisinin, atrofinin