Αυτόνομος στα δανικά

Μετάφραση: αυτόνομος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvstændig, autonom, autonome, selvstændigt, autonomt
Αυτόνομος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτόνομος

αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος πυρανιχνευτής, αυτόνομος μαρξισμός, αυτόνομοσ σταφιδικόσ οργανισμόσ, αυτόνομος λεξικό γλώσσας δανικά, αυτόνομος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αυτόματο στα δανικά - robot, automatisk, automatiske, den automatiske
  • αυτόν στα δανικά - ham, han, sig, boldens
  • αυτός στα δανικά - denne, den, han, at han
  • αυχένας στα δανικά - hals, halsen, nakke, nakken, udskæring
Τυχαίες λέξεις
Αυτόνομος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: selvstændig, autonom, autonome, selvstændigt, autonomt