Αυτόνομος στα ισλανδικά
Μετάφραση: αυτόνομος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfstæðar, sjálfstæð, sjálfstætt, sjálfstæðir, sjálfráða
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτόνομος
αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος πυρανιχνευτής, αυτόνομος μαρξισμός, αυτόνομοσ σταφιδικόσ οργανισμόσ, αυτόνομος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αυτόνομος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αυτόματο στα ισλανδικά - sjálfvirkur, sjálfvirk, sjálfvirka, sjálfvirkt, sjálfvirkri
- αυτόν στα ισλανδικά - hann, honum, honum að, að hann, hans
- αυτός στα ισλανδικά - þessi, hann, að hann, sem hann, er hann, honum
- αυχένας στα ισλανδικά - háls, hálsi, hálsinn, í hálsi
Τυχαίες λέξεις
Αυτόνομος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sjálfstæðar, sjálfstæð, sjálfstætt, sjálfstæðir, sjálfráða
Μεταφράσεις: sjálfstæðar, sjálfstæð, sjálfstætt, sjálfstæðir, sjálfráða