Αυτόνομος στα λιθουανικά

Μετάφραση: αυτόνομος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
autonominis, savarankiškas, autonominė, savarankiška, autonominių
Αυτόνομος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτόνομος

αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος πυρανιχνευτής, αυτόνομος μαρξισμός, αυτόνομοσ σταφιδικόσ οργανισμόσ, αυτόνομος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αυτόνομος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αυτόματο στα λιθουανικά - automatas, automatinis, robotas, automatinė, automatiškai, automatinio, automatinės
  • αυτόν στα λιθουανικά - jį, jam, jis, jo, juo
  • αυτός στα λιθουανικά - jis, jam, prasiveržias, jo
  • αυχένας στα λιθουανικά - sprandas, kaklas, kaklo, kaklelio, kaklą, kaklelis
Τυχαίες λέξεις
Αυτόνομος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: autonominis, savarankiškas, autonominė, savarankiška, autonominių