Αυτόνομος στα εσθονικά

Μετάφραση: αυτόνομος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
autonoomne, autonoomse, autonoomsed, autonoomsete, ühepoolsete
Αυτόνομος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτόνομος

αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος πυρανιχνευτής, αυτόνομος μαρξισμός, αυτόνομοσ σταφιδικόσ οργανισμόσ, αυτόνομος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αυτόνομος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αυτόματο στα εσθονικά - automaat, automaatne, robot, automaatpüstol, automaatse, automaatset, automaatsed
  • αυτόν στα εσθονικά - talle, tema, teda, ta, temaga
  • αυτός στα εσθονικά - see, ta, tema, tal, et ta
  • αυχένας στα εσθονικά - maasäär, kael, kaela, kaelale, kaelal, kaelapiirkonna
Τυχαίες λέξεις
Αυτόνομος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: autonoomne, autonoomse, autonoomsed, autonoomsete, ühepoolsete