Αυτόνομος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αυτόνομος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
автономните, автономни, автономната, автономен, автономна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτόνομος
αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος πυρανιχνευτής, αυτόνομος μαρξισμός, αυτόνομοσ σταφιδικόσ οργανισμόσ, αυτόνομος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αυτόνομος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αυτόματο στα σλαβομακεδονικά - автоматски, автоматско, автоматскиот, автоматска, автоматското
- αυτόν στα σλαβομακεδονικά - него, му, го, да го
- αυτός στα σλαβομακεδονικά - тој, што, дека, го
- αυχένας στα σλαβομακεδονικά - вратот, врат, на вратот, вратот на
Τυχαίες λέξεις
Αυτόνομος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: автономните, автономни, автономната, автономен, автономна
Μεταφράσεις: автономните, автономни, автономната, автономен, автономна