Αυτόνομος στα ιταλικά

Μετάφραση: αυτόνομος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autonomo, autonoma, autonomi, autonomia, autonome
Αυτόνομος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτόνομος

αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος πυρανιχνευτής, αυτόνομος μαρξισμός, αυτόνομοσ σταφιδικόσ οργανισμόσ, αυτόνομος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αυτόνομος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αυτόματο στα ιταλικά - automa, automatico, automatica, automatici, automatico di, automaticamente
  • αυτόν στα ιταλικά - lui, lo, gli, di lui, a lui
  • αυτός στα ιταλικά - questo, ciò, il, codesto, lui, egli, ha, ...
  • αυχένας στα ιταλικά - colletto, collottola, collo, del collo, al collo, il collo, manico
Τυχαίες λέξεις
Αυτόνομος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: autonomo, autonoma, autonomi, autonomia, autonome