Αυτόνομος στα σουηδικά

Μετάφραση: αυτόνομος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
autonom, autonoma, självständig, självständigt, självständiga
Αυτόνομος στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτόνομος

αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος πυρανιχνευτής, αυτόνομος μαρξισμός, αυτόνομοσ σταφιδικόσ οργανισμόσ, αυτόνομος λεξικό γλώσσας σουηδικά, αυτόνομος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αυτόματο στα σουηδικά - automatisk, automatiska, automatiskt, automat, för automatisk
  • αυτόν στα σουηδικά - honom, han, sig
  • αυτός στα σουηδικά - han, att han, honom, som han
  • αυχένας στα σουηδικά - hals, nacke, halsen, nacken
Τυχαίες λέξεις
Αυτόνομος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: autonom, autonoma, självständig, självständigt, självständiga