Αύξηση στα δανικά
Μετάφραση: αύξηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tiltagende, stige, øge, tiltage, forøge, øger, at øge
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αύξηση
αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πειραιώς, αύξηση βάρους, αύξηση μεταβολισμού, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση λεξικό γλώσσας δανικά, αύξηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- αόριστα στα δανικά - løst, løst af, løseligt, er løst, der løst
- αύγουστος. στα δανικά - august
- αύρα στα δανικά - vind, brise, leg, breeze, stille
- αύριο στα δανικά - i morgen, morgen, morgendagens, fremtidens
Τυχαίες λέξεις
Αύξηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tiltagende, stige, øge, tiltage, forøge, øger, at øge
Μεταφράσεις: tiltagende, stige, øge, tiltage, forøge, øger, at øge