Αύξηση στα τούρκικα
Μετάφραση: αύξηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
artma, gelişmek, büyümek, büyüme, artış, artmak, bayır, artırmak, arttırmak, artırılması, artırır
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αύξηση
αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πειραιώς, αύξηση βάρους, αύξηση μεταβολισμού, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, αύξηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αόριστα στα τούρκικα - gevşek, gevşek bir şekilde, gevşek bir, gevşekçe, gevşek olarak
- αύγουστος. στα τούρκικα - Ağustos
- αύρα στα τούρκικα - esinti, meltem, breeze, bir esinti, meltemi
- αύριο στα τούρκικα - yarın, Tomorrow, yarýn
Τυχαίες λέξεις
Αύξηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: artma, gelişmek, büyümek, büyüme, artış, artmak, bayır, artırmak, arttırmak, artırılması, artırır
Μεταφράσεις: artma, gelişmek, büyümek, büyüme, artış, artmak, bayır, artırmak, arttırmak, artırılması, artırır