Αύξηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: αύξηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feltörés, fizetésemelés, felemelkedés, fellendülés, emelkedés, béremelés, növelje, növelni, növeljék, növeli, növelik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αύξηση
αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πειραιώς, αύξηση βάρους, αύξηση μεταβολισμού, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αύξηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αόριστα στα ουγγρικά - lazán, laza, gyengén
- αύγουστος. στα ουγγρικά - magasztos, augusztus
- αύρα στα ουγγρικά - szellő, szél, szélben, gyerekjáték, szellõ
- αύριο στα ουγγρικά - holnap, holnapi, jövő, a holnap, holnapra
Τυχαίες λέξεις
Αύξηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: feltörés, fizetésemelés, felemelkedés, fellendülés, emelkedés, béremelés, növelje, növelni, növeljék, növeli, növelik
Μεταφράσεις: feltörés, fizetésemelés, felemelkedés, fellendülés, emelkedés, béremelés, növelje, növelni, növeljék, növeli, növelik