Διαμελίζω στα δανικά

Μετάφραση: διαμελίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dissekere, dissekerer, at dissekere, Disseker
Διαμελίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμελίζω

διαμελίζω λεξικό γλώσσας δανικά, διαμελίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρόμενος στα δανικά - Protestant, protestantiske, protestantisk, protestanter, evangeliske
  • διαμαρτύρομαι στα δανικά - protest, protestere, protester, protesten
  • διαμετρώ στα δανικά - diametralt, diametral, i diametral, diametrisk, er diametralt
  • διαμορφώνω στα δανικά - facon, måde, form, mode, gammeldags, formet, forældet, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαμελίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dissekere, dissekerer, at dissekere, Disseker