Διαμελίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διαμελίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perpjauti, skrosti, disekuoja, išskrosti, Anatomēt
Διαμελίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμελίζω

διαμελίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαμελίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρόμενος στα λιθουανικά - protestantų, Protestantas, protestantišku, protestant, protestantišką
  • διαμαρτύρομαι στα λιθουανικά - protestuoti, protestas, protesto, protestą, protestai
  • διαμετρώ στα λιθουανικά - diametraliai, visiškai, kardinaliai, visiškai priešingose, esantys visiškai priešingose
  • διαμορφώνω στα λιθουανικά - stilius, maniera, mada, būdas, figūrą, Pasiūtas, fashioned, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαμελίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: perpjauti, skrosti, disekuoja, išskrosti, Anatomēt