Διαμελίζω στα τσεχικά

Μετάφραση: διαμελίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozebrat, rozkrájet, rozpitvat, analyzovat, rozřezat, pitvat, disekci
Διαμελίζω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμελίζω

διαμελίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, διαμελίζω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρόμενος στα τσεχικά - protestantský, protestant, protestantské, protestantská, Evangelická
  • διαμαρτύρομαι στα τσεχικά - ohrazení, protest, protestovat, protestní, protestu, protestem, protestního
  • διαμετρώ στα τσεχικά - cejchovat, značkovat, průměrově, diametrálně, úhlopříčně, diametrálním
  • διαμορφώνω στα τσεχικά - utvořit, ztvárnit, druh, způsob, utvářet, střih, formovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαμελίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: rozebrat, rozkrájet, rozpitvat, analyzovat, rozřezat, pitvat, disekci