Διαμελίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαμελίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorsnijden, ontleden, te ontleden, dissecteren, ontrafelen, ontleed
Διαμελίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμελίζω

διαμελίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαμελίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρόμενος στα ολλανδικά - protestants, Protestant, protestantse, protestante, de protestantse
  • διαμαρτύρομαι στα ολλανδικά - protesteren, betwisten, bestrijden, tegenwerping, bezwaar, protest, protesten, ...
  • διαμετρώ στα ολλανδικά - diametraal, lijnrecht, diametrisch, haaks
  • διαμορφώνω στα ολλανδικά - trant, gedaante, wijs, mode, manier, vormen, aangaan, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαμελίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doorsnijden, ontleden, te ontleden, dissecteren, ontrafelen, ontleed