Διαμελίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαμελίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розсікати, розітніть, анатомувати, розкривати, розсікатимуть, розтинати
Διαμελίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμελίζω

διαμελίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαμελίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρόμενος στα ουκρανικά - протест, протестувати, опротестовувати, Протестант, протестувальник, Протестант Чи
  • διαμαρτύρομαι στα ουκρανικά - протеїни, протест, відповідь
  • διαμετρώ στα ουκρανικά - калібруйте, калібрувати, градуювати, перевіряти, діаметрально
  • διαμορφώνω στα ουκρανικά - спосіб, форма, болванка, фасон, мода, складатися, стиль, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαμελίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розсікати, розітніть, анатомувати, розкривати, розсікатимуть, розтинати