Δικτυωτό στα δανικά

Μετάφραση: δικτυωτό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gitter, lattice, gitteret, gitterstruktur
Δικτυωτό στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικτυωτό

δικτυωτό λεξικό γλώσσας δανικά, δικτυωτό στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δικτάτορας στα δανικά - diktator, diktatoren, diktators, diktatorens
  • δικτατορία στα δανικά - diktatur, tyranni, diktaturet, diktaturets, diktaturs
  • διμερής στα δανικά - bilateral, bilaterale, bilateralt, den bilaterale, det bilaterale
  • διμοιρία στα δανικά - deling, delingsfører, delingen, platoon
Τυχαίες λέξεις
Δικτυωτό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gitter, lattice, gitteret, gitterstruktur