Δικτυωτό στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δικτυωτό, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рашотка, краты, кратка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικτυωτό
δικτυωτό λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δικτυωτό στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δικτάτορας στα λευκορωσικά - дыктатар, салідарнасці, Карнікі
- δικτατορία στα λευκορωσικά - дыктатура
- διμερής στα λευκορωσικά - двухбаковы, двухбаковую, двухбаковае
- διμοιρία στα λευκορωσικά - ўзвод, узвод, адзення ўзвод
Τυχαίες λέξεις
Δικτυωτό στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: рашотка, краты, кратка
Μεταφράσεις: рашотка, краты, кратка