Δικτυωτό στα λιθουανικά
Μετάφραση: δικτυωτό, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grotelės, grotelių, lattice, gardelės, ažūriniai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικτυωτό
δικτυωτό λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δικτυωτό στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δικτάτορας στα λιθουανικά - diktatorius, diktatoriumi, diktatoriaus, diktatoriui
- δικτατορία στα λιθουανικά - žiaurumas, tironija, diktatūra, diktatūros, diktatūrą, diktatas
- διμερής στα λιθουανικά - dvišalis, dvišalio, dvišalius, dvišalė, dvišalės
- διμοιρία στα λιθουανικά - būrys, būrio, karių būrys, būrį
Τυχαίες λέξεις
Δικτυωτό στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: grotelės, grotelių, lattice, gardelės, ažūriniai
Μεταφράσεις: grotelės, grotelių, lattice, gardelės, ažūriniai