Δικτυωτό στα ισλανδικά

Μετάφραση: δικτυωτό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grindurnar, grindarbyggingu, grind, grindin, grindarpunktur
Δικτυωτό στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικτυωτό

δικτυωτό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δικτυωτό στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δικτάτορας στα ισλανδικά - einræðisherra, einræðisherrann
  • δικτατορία στα ισλανδικά - einræði, einræðisstjórn, Pinochets
  • διμερής στα ισλανδικά - tvíhliða, báðum, báðum augum, á báðum augum, tví-
  • διμοιρία στα ισλανδικά - platoon
Τυχαίες λέξεις
Δικτυωτό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: grindurnar, grindarbyggingu, grind, grindin, grindarpunktur