Δικτυωτό στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δικτυωτό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gelosia, grade, estrutura, treliça, malha
Δικτυωτό στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικτυωτό

δικτυωτό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δικτυωτό στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δικτάτορας στα πορτογαλικά - ordem, ditador, o ditador
  • δικτατορία στα πορτογαλικά - ditadura, a ditadura, ditadura de, ditadura do
  • διμερής στα πορτογαλικά - bilateral, bilaterais, bilateral de, bilaterais de
  • διμοιρία στα πορτογαλικά - pelotão, de pelotão, pelotão de, do pelotão, pelotăo
Τυχαίες λέξεις
Δικτυωτό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gelosia, grade, estrutura, treliça, malha