Δικτυωτό στα εσθονικά

Μετάφραση: δικτυωτό, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trellid, lattvõre, võre, kristallvõre, sõrestik, lattice, võres
Δικτυωτό στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικτυωτό

δικτυωτό λεξικό γλώσσας εσθονικά, δικτυωτό στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δικτάτορας στα εσθονικά - diktaator, diktaatori, diktaatorile, diktaatorina
  • δικτατορία στα εσθονικά - diktatuur, diktatuuri, diktatuurile, diktatuurist, diktatuuriga
  • διμερής στα εσθονικά - kahepoolne, bilateraalne, kahepoolsete, kahepoolsed, kahepoolse, kahepoolseid
  • διμοιρία στα εσθονικά - rühm, rühmavanema, platoon, rühmaülema, rühmasuuruse
Τυχαίες λέξεις
Δικτυωτό στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: trellid, lattvõre, võre, kristallvõre, sõrestik, lattice, võres