Δοσοληψία στα δανικά
Μετάφραση: δοσοληψία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
trafik, transaktion, transaktionen, transaktioner
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοσοληψία
δοσοληψία ετυμολογια, δοσοληψία συνώνυμο, δοσοληψία λεξικο, δοσοληψία λεξικό γλώσσας δανικά, δοσοληψία στα δανικά
Μεταφράσεις
- δονούμαι στα δανικά - pulsere, pulserer, pulsate
- δορυφόρος στα δανικά - satellit, satellit-, sat, satellitbaseret
- δοσολογία στα δανικά - dosering, dosis, doseringen, doseringsform, doseringsformen
- δουκάτο στα δανικά - hertugdømme, hertugdømmet, tugdømmet, dømmet, Luxem-
Τυχαίες λέξεις
Δοσοληψία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: trafik, transaktion, transaktionen, transaktioner
Μεταφράσεις: trafik, transaktion, transaktionen, transaktioner