Δοσοληψία στα τούρκικα

Μετάφραση: δοσοληψία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
trafik, işlem, işlemin, İşleminizin, işlemleri, işlemlerinin
Δοσοληψία στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοσοληψία

δοσοληψία ετυμολογια, δοσοληψία συνώνυμο, δοσοληψία λεξικο, δοσοληψία λεξικό γλώσσας τούρκικα, δοσοληψία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • δονούμαι στα τούρκικα - zonklamak, titreşmek, pulsatının, pulsate, atmak
  • δορυφόρος στα τούρκικα - uydu
  • δοσολογία στα τούρκικα - doz, dozaj, dozajı, bir dozaj, dozu
  • δουκάτο στα τούρκικα - dükalık, Duchy, Dükalığı, Dukalığı, Düklüğü
Τυχαίες λέξεις
Δοσοληψία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: trafik, işlem, işlemin, İşleminizin, işlemleri, işlemlerinin