Δοσοληψία στα ιταλικά

Μετάφραση: δοσοληψία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
transazione, traffico, trafficare, circolazione, operazione, dell'operazione, transazioni, un'operazione
Δοσοληψία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοσοληψία

δοσοληψία ετυμολογια, δοσοληψία συνώνυμο, δοσοληψία λεξικο, δοσοληψία λεξικό γλώσσας ιταλικά, δοσοληψία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δονούμαι στα ιταλικά - battito, battere, pulsare, pulsano, pulserà, pulsate, palpitare
  • δορυφόρος στα ιταλικά - satellite, satellitare, via satellite, via, satellitari
  • δοσολογία στα ιταλικά - dose, dosaggio, di dosaggio, il dosaggio, del dosaggio
  • δουκάτο στα ιταλικά - ducato, Duchy, Granducato, ducato di
Τυχαίες λέξεις
Δοσοληψία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: transazione, traffico, trafficare, circolazione, operazione, dell'operazione, transazioni, un'operazione