Δοσοληψία στα λιθουανικά
Μετάφραση: δοσοληψία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sandoris, sandorio, sandorių, sandorį, operacija
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοσοληψία
δοσοληψία ετυμολογια, δοσοληψία συνώνυμο, δοσοληψία λεξικο, δοσοληψία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δοσοληψία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δονούμαι στα λιθουανικά - pulsuoti, pulsuoja, tvinkčioti, plakti, drebėti
- δορυφόρος στα λιθουανικά - palydovas, palydovinis, palydovinė, palydovinės, palydovinio
- δοσολογία στα λιθουανικά - dozė, dozavimas, dozės, dozę, dozavimo
- δουκάτο στα λιθουανικά - kunigaikštystė, Hercogystė, kunigaikštyste, Infliantai
Τυχαίες λέξεις
Δοσοληψία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sandoris, sandorio, sandorių, sandorį, operacija
Μεταφράσεις: sandoris, sandorio, sandorių, sandorį, operacija