Δοσοληψία στα ολλανδικά

Μετάφραση: δοσοληψία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
transactie, roulatie, circulatie, verkeer, omloop, passage, verrichting, transacties, transactiekosten, handeling
Δοσοληψία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοσοληψία

δοσοληψία ετυμολογια, δοσοληψία συνώνυμο, δοσοληψία λεξικο, δοσοληψία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δοσοληψία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δονούμαι στα ολλανδικά - kloppen, pulseren, pulserende, pulseert, trillen
  • δορυφόρος στα ολλανδικά - trawant, satelliet, satelliet te, een satelliet, Sat
  • δοσολογία στα ολλανδικά - dosering, dosis, doseringsvorm, de dosering, doseringsvormen
  • δουκάτο στα ολλανδικά - hertogdom, Groothertogdom, dom, togdom
Τυχαίες λέξεις
Δοσοληψία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: transactie, roulatie, circulatie, verkeer, omloop, passage, verrichting, transacties, transactiekosten, handeling