Εμβάθυνση στα δανικά

Μετάφραση: εμβάθυνση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uddybning, uddybe, at uddybe, uddybning af, dybere
Εμβάθυνση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβάθυνση

εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εμβάθυνση συνώνυμο, εμβάθυνση στον προγραμματισμό με τη γλώσσα c, εμβάθυνση english, εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ένωσης, εμβάθυνση λεξικό γλώσσας δανικά, εμβάθυνση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εμένα στα δανικά - mig, jeg
  • εμαγιέ στα δανικά - emalje, emaljen, enamel, emalje-
  • εμβέλεια στα δανικά - område, rækkevidde, interval, række, vifte, udvalg
  • εμβολίζω στα δανικά - vædder, emboliseres, emboliseres under
Τυχαίες λέξεις
Εμβάθυνση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uddybning, uddybe, at uddybe, uddybning af, dybere