Εμβάθυνση στα ουκρανικά
Μετάφραση: εμβάθυνση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зонди, поглиблення, заглиблення, зростання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβάθυνση
εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εμβάθυνση συνώνυμο, εμβάθυνση στον προγραμματισμό με τη γλώσσα c, εμβάθυνση english, εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ένωσης, εμβάθυνση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμβάθυνση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εμένα στα ουκρανικά - мені, мене, мне
- εμαγιέ στα ουκρανικά - лакувати, емаль
- εμβέλεια στα ουκρανικά - дзвонив, діапазон, вибір, спектр
- εμβολίζω στα ουκρανικά - згуртованість, емболізірованного
Τυχαίες λέξεις
Εμβάθυνση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зонди, поглиблення, заглиблення, зростання
Μεταφράσεις: зонди, поглиблення, заглиблення, зростання