Εμβάθυνση στα ολλανδικά
Μετάφραση: εμβάθυνση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdieping, verdiepen, verdieping van, de verdieping, te verdiepen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβάθυνση
εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εμβάθυνση συνώνυμο, εμβάθυνση στον προγραμματισμό με τη γλώσσα c, εμβάθυνση english, εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ένωσης, εμβάθυνση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμβάθυνση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εμένα στα ολλανδικά - me, mij, ik, mij op, mij op de
- εμαγιέ στα ολλανδικά - emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde
- εμβέλεια στα ολλανδικά - scope, bereik, kachel, oven, fornuis, reeks, gebied, ...
- εμβολίζω στα ολλανδικά - ram, geëmboliseerde, embolized, geëmboliseerd, emboliseren, geëmboliseerd onder
Τυχαίες λέξεις
Εμβάθυνση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verdieping, verdiepen, verdieping van, de verdieping, te verdiepen
Μεταφράσεις: verdieping, verdiepen, verdieping van, de verdieping, te verdiepen