Εμβάθυνση στα τούρκικα
Μετάφραση: εμβάθυνση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
derinleştirilmesi, derinleşen, derinleşmesi, derinleşme, derinleştirmek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβάθυνση
εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εμβάθυνση συνώνυμο, εμβάθυνση στον προγραμματισμό με τη γλώσσα c, εμβάθυνση english, εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ένωσης, εμβάθυνση λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμβάθυνση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εμένα στα τούρκικα - beni, bana, me, ben, benim
- εμαγιέ στα τούρκικα - emaye, mine, emay, sır, enamel
- εμβέλεια στα τούρκικα - ocak, soba, menzil, fırın, erim, alan, dizi, ...
- εμβολίζω στα τούρκικα - koç, embolize, embolizasyon, embolize olan, emboli, embo- lizasyon
Τυχαίες λέξεις
Εμβάθυνση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: derinleştirilmesi, derinleşen, derinleşmesi, derinleşme, derinleştirmek
Μεταφράσεις: derinleştirilmesi, derinleşen, derinleşmesi, derinleşme, derinleştirmek