Εμβάθυνση στα λιθουανικά
Μετάφραση: εμβάθυνση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gilinti, pagilinti, gilinimo, stiprinti, stiprinant
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβάθυνση
εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εμβάθυνση συνώνυμο, εμβάθυνση στον προγραμματισμό με τη γλώσσα c, εμβάθυνση english, εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ένωσης, εμβάθυνση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμβάθυνση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εμένα στα λιθουανικά - mane, man, manimi, su manimi, me
- εμαγιέ στα λιθουανικά - emalis, emalio, emaliu, emalė, emaliuoti
- εμβέλεια στα λιθουανικά - viryklė, vertinti, krosnis, diapazonas, atstumas, intervalas, asortimentas, ...
- εμβολίζω στα λιθουανικά - embolized
Τυχαίες λέξεις
Εμβάθυνση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gilinti, pagilinti, gilinimo, stiprinti, stiprinant
Μεταφράσεις: gilinti, pagilinti, gilinimo, stiprinti, stiprinant