Εμβάθυνση στα ουγγρικά
Μετάφραση: εμβάθυνση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kutatás, kémlelés, hézagmérés, próbavétel, elmélyítése, mélyülő, elmélyítésének, mélyül, mélyítése
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβάθυνση
εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εμβάθυνση συνώνυμο, εμβάθυνση στον προγραμματισμό με τη γλώσσα c, εμβάθυνση english, εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ένωσης, εμβάθυνση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εμβάθυνση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εμένα στα ουγγρικά - én, engem, nekem, velem, rám, számomra
- εμαγιέ στα ουγγρικά - zománc, zománcozott, tűzzománc, fogzománc, zománcot
- εμβέλεια στα ουγγρικά - láncolat, térség, hallótávolság, ércprovincia, telérvonulat, kiterjedés, ércrégió, ...
- εμβολίζω στα ουγγρικά - kos, sajtoló, embolized
Τυχαίες λέξεις
Εμβάθυνση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kutatás, kémlelés, hézagmérés, próbavétel, elmélyítése, mélyülő, elmélyítésének, mélyül, mélyítése
Μεταφράσεις: kutatás, kémlelés, hézagmérés, próbavétel, elmélyítése, mélyülő, elmélyítésének, mélyül, mélyítése