Εμβάθυνση στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμβάθυνση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýpkun, styrkja, dýpka, efla, vaxandi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβάθυνση
εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εμβάθυνση συνώνυμο, εμβάθυνση στον προγραμματισμό με τη γλώσσα c, εμβάθυνση english, εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ένωσης, εμβάθυνση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμβάθυνση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμένα στα ισλανδικά - mér, mig, mér að, ég
- εμαγιέ στα ισλανδικά - enamel, glerung, í glerung
- εμβέλεια στα ισλανδικά - svið, Tímabil, úrval, bilinu, á bilinu
- εμβολίζω στα ισλανδικά - hrútur, embolized
Τυχαίες λέξεις
Εμβάθυνση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dýpkun, styrkja, dýpka, efla, vaxandi
Μεταφράσεις: dýpkun, styrkja, dýpka, efla, vaxandi