Εμμένω στα δανικά
Μετάφραση: εμμένω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stick, pind, stok, stokken, stav
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμμένω
εμμένω λεξικό, εμμένω κλιση, εμμένω ορισμός, εμμένω επιθετο, εμμένω αρχικοι χρονοι, εμμένω λεξικό γλώσσας δανικά, εμμένω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εμβόλιο στα δανικά - vaccine, vaccinen, vacciner
- εμείς στα δανικά - vi, at vi
- εμμονή στα δανικά - udholdenhed, vedholdenhed, ihærdighed, vedholdende
- εμπάθεια στα δανικά - ild, had, til had, hadet, had på
Τυχαίες λέξεις
Εμμένω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stick, pind, stok, stokken, stav
Μεταφράσεις: stick, pind, stok, stokken, stav