Εμμένω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμμένω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stafur, Stick, standa, pinna, halda fast
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμμένω
εμμένω λεξικό, εμμένω κλιση, εμμένω ορισμός, εμμένω επιθετο, εμμένω αρχικοι χρονοι, εμμένω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμμένω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμβόλιο στα ισλανδικά - bóluefni, bóluefnið, bóluefninu, bóluefnisins, bóluefni sem
- εμείς στα ισλανδικά - vér, við, ætlum við, sem við, að við, við að
- εμμονή στα ισλανδικά - þrautseigju, þolgæði, þrautseigja, þolgæðinu
- εμπάθεια στα ισλανδικά - hatri, hatur, fjandskapur, hatrið, mikla óbeit
Τυχαίες λέξεις
Εμμένω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stafur, Stick, standa, pinna, halda fast
Μεταφράσεις: stafur, Stick, standa, pinna, halda fast