Εμμένω στα σουηδικά
Μετάφραση: εμμένω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tåla, vänta, pinne, Stick, käpp, pinnen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμμένω
εμμένω λεξικό, εμμένω κλιση, εμμένω ορισμός, εμμένω επιθετο, εμμένω αρχικοι χρονοι, εμμένω λεξικό γλώσσας σουηδικά, εμμένω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εμβόλιο στα σουηδικά - vaccination, vaccin, vaccinet
- εμείς στα σουηδικά - vi, som vi, att vi
- εμμονή στα σουηδικά - vidhäftningsförmåga, adhesion, anslutning, uthållighet, ihärdighet, perseverance, ståndaktighet, ...
- εμπάθεια στα σουηδικά - passion, lidelse, hat, hatet, hat mot, till hat
Τυχαίες λέξεις
Εμμένω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tåla, vänta, pinne, Stick, käpp, pinnen
Μεταφράσεις: tåla, vänta, pinne, Stick, käpp, pinnen