Εμμένω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμμένω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aderir, aguentar, tolerar, esperar, suportar, sofrer, conformar-se, colar, ater, padecer, vara, pau, da vara, bastão
Εμμένω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμμένω

εμμένω λεξικό, εμμένω κλιση, εμμένω ορισμός, εμμένω επιθετο, εμμένω αρχικοι χρονοι, εμμένω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμμένω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμβόλιο στα πορτογαλικά - vacina, férias, vacina contra, vacina de, da vacina, de vacina
  • εμείς στα πορτογαλικά - nós, saída, que, nos, temos, que nós
  • εμμονή στα πορτογαλικά - adesão, persistência, perseverança, a perseverança, perseverance, da perseverança
  • εμπάθεια στα πορτογαλικά - transeunte, ardor, paixão, ódio, o ódio, do ódio, ao ódio, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμμένω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aderir, aguentar, tolerar, esperar, suportar, sofrer, conformar-se, colar, ater, padecer, vara, pau, da vara, bastão