Εμμένω στα εσθονικά

Μετάφραση: εμμένω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koidikulaul, kinnituma, püsima, taluma, kepp, stick, kinni, pulk, jääda
Εμμένω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμμένω

εμμένω λεξικό, εμμένω κλιση, εμμένω ορισμός, εμμένω επιθετο, εμμένω αρχικοι χρονοι, εμμένω λεξικό γλώσσας εσθονικά, εμμένω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εμβόλιο στα εσθονικά - vaktsiin, vaktsineerimine, vaktsiini, vaktsiiniga, vaktsiinide, vaktsiinis
  • εμείς στα εσθονικά - veeklosett, tualett, veekäimla, me, meil, oleme, meie, ...
  • εμμονή στα εσθονικά - kleepuvus, truuksjäämine, kinnipidamine, pealekäivus, sihikindlus, visadust, visadus, ...
  • εμπάθεια στα εσθονικά - kirg, vaenulikkus, viha, vihkamist, vihkamise, vihkamisele, vaenu
Τυχαίες λέξεις
Εμμένω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: koidikulaul, kinnituma, püsima, taluma, kepp, stick, kinni, pulk, jääda