Εμπιστεύομαι στα δανικά
Μετάφραση: εμπιστεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillid, foretrækker, Trust, tillid til, tilliden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπιστεύομαι
εμπιστεύομαι συνώνυμο, σε εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι στα γαλλικά, εμπιστεύομαι συνώνυμα, εμπιστεύομαι λεξικό γλώσσας δανικά, εμπιστεύομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- εμπειρογνώμων στα δανικά - dygtig, sagkyndig, ekspert, fagmand, sagkyndige, eksperten
- εμπιστευτικός στα δανικά - fortroligt, fortrolige, fortrolig, for fortrolige
- εμπιστοσύνη στα δανικά - tillid, tilliden, tillid til, selvtillid
- εμπλέκομαι στα δανικά - snerren, snarl, snerre, knurren
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστεύομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tillid, foretrækker, Trust, tillid til, tilliden
Μεταφράσεις: tillid, foretrækker, Trust, tillid til, tilliden